επιτηδευμένος

επιτηδευμένος
-η, -ο (Α ἐπιτετηδευμένος, -η, -ον)
(μτχ. παθ. παρακμ. τού επιτηδεύω ως επίθ.) νεοελλ. αυτός που γίνεται με επιτήδευση*, με εκζήτηση, προσποιητός, πλαστός, εξεζητημένος
αρχ.
επιμελής, επιδέξιος.
επίρρ...
επιτηδευμένα (Α ἐπιτηδευμένως)
νεοελλ.
εξεζητημένα, προσποιητά, πλαστά
αρχ.
με επιμέλεια, με ακρίβεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άθρυπτος — και φτος, η, ο (Α ἄθρυπτος, ον) αθρυμμάτιστος, άθραυστος αρχ. 1. αυτός που δεν επηρεάζεται από κάποιον ή κάτι 2. ο μη επιτηδευμένος, ο απροσποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + θρύπτω. ΠΑΡ. αρχ. ἀθρυψία] …   Dictionary of Greek

  • αναληθής — ές (Α ἀναληθής, ές και ἀναλήθης, ες) 1. (για ανθρώπους) αυτός που ψεύδεται, ο ψεύτης 2. (για πράγματα) ψεύτικος, ανυπόστατος αρχ. (για ύφος) επιτηδευμένος, επίπλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἀληθής. ΠΑΡ. νεοελλ. αναλήθεια] …   Dictionary of Greek

  • βαυκός — βαυκός, ο (Α) 1. τρυφερός, αβρός, μαλακός 2. προσποιητός, επιτηδευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βαυκός, βαύκαλος καθώς και οι λέξεις που συνδέονται με αυτούς είναι δημώδεις και η ετυμολογία τους είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο τ. βαύκαλος μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • δραματικός — ή, ό (AM δραματικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δράμα νεοελλ. 1. εντυπωσιακός, με αιφνιδιαστικές αλλαγές και δημιουργία κρίσιμων καταστάσεων («δραματικά γεγονότα», «δραματικές επιπτώσεις» κ.λπ.) 2. αυτός που πάλλεται από συγκίνηση… …   Dictionary of Greek

  • εκζητώ — ( έω) (AM ἐκζητῶ) αναζητώ, ζητώ να βρω νεοελλ. 1. αναζητώ κάτι ασυνήθιστο για να τό χρησιμοποιήσω 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εξεζητημένος επιτηδευμένος, προσποιητός αρχ. μσν. επιθυμώ μσν. 1. παρακαλώ 2. επιδιώκω, γυρεύω αρχ. 1. ζητώ την απόδοση… …   Dictionary of Greek

  • εξεζητημένος — η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. τού εκζητώ) 1. ο επιτηδευμένος 2. ο προσποιητός, ο αφύσικος …   Dictionary of Greek

  • επιτηδευτός — ἐπιτηδευτός, ή, όν (Α) αυτός που γίνεται με επιτήδευση, με υπερβολική ακριβολογία, επιτηδευμένος, προσποιητός, πλαστός. επίρρ... ἐπιτηδευτῶς ή ἐπιτηδεύτως (Α) με επιτηδευμένο, εξεζητημένο τρόπο, με επιτήδευση …   Dictionary of Greek

  • καλλωπίζω — (AM καλλωπίζω) 1. κάνω ωραίο το πρόσωπο κάποιου ή δίνω ωραία όψη στην εξωτερική εμφάνιση, ομορφαίνω («τήν πόλιν καταχρυσοῦντας και καλλωπίζοντας ὥσπερ ἀλαζόνα γυναῑκα», Πλούτ.) 2. μέσ. καλλωπίζομαι κάνω τον εαυτό μου ωραίο («όλη μέρα κάθεται και… …   Dictionary of Greek

  • καμωματάς — και καμωματής και καμωματάρης, ὁ, θηλ. καμωματού [κάμωμα] αυτός που κάνει πολλά καμώματα, επιτηδευμένος, ναζιάρης, πεισματάρης …   Dictionary of Greek

  • κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”