άθρυπτος — και φτος, η, ο (Α ἄθρυπτος, ον) αθρυμμάτιστος, άθραυστος αρχ. 1. αυτός που δεν επηρεάζεται από κάποιον ή κάτι 2. ο μη επιτηδευμένος, ο απροσποίητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + θρύπτω. ΠΑΡ. αρχ. ἀθρυψία] … Dictionary of Greek
αναληθής — ές (Α ἀναληθής, ές και ἀναλήθης, ες) 1. (για ανθρώπους) αυτός που ψεύδεται, ο ψεύτης 2. (για πράγματα) ψεύτικος, ανυπόστατος αρχ. (για ύφος) επιτηδευμένος, επίπλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἀληθής. ΠΑΡ. νεοελλ. αναλήθεια] … Dictionary of Greek
βαυκός — βαυκός, ο (Α) 1. τρυφερός, αβρός, μαλακός 2. προσποιητός, επιτηδευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βαυκός, βαύκαλος καθώς και οι λέξεις που συνδέονται με αυτούς είναι δημώδεις και η ετυμολογία τους είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Ο τ. βαύκαλος μαρτυρείται… … Dictionary of Greek
δραματικός — ή, ό (AM δραματικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δράμα νεοελλ. 1. εντυπωσιακός, με αιφνιδιαστικές αλλαγές και δημιουργία κρίσιμων καταστάσεων («δραματικά γεγονότα», «δραματικές επιπτώσεις» κ.λπ.) 2. αυτός που πάλλεται από συγκίνηση… … Dictionary of Greek
εκζητώ — ( έω) (AM ἐκζητῶ) αναζητώ, ζητώ να βρω νεοελλ. 1. αναζητώ κάτι ασυνήθιστο για να τό χρησιμοποιήσω 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εξεζητημένος επιτηδευμένος, προσποιητός αρχ. μσν. επιθυμώ μσν. 1. παρακαλώ 2. επιδιώκω, γυρεύω αρχ. 1. ζητώ την απόδοση… … Dictionary of Greek
εξεζητημένος — η, ο (μτχ. παθ. παρακμ. τού εκζητώ) 1. ο επιτηδευμένος 2. ο προσποιητός, ο αφύσικος … Dictionary of Greek
επιτηδευτός — ἐπιτηδευτός, ή, όν (Α) αυτός που γίνεται με επιτήδευση, με υπερβολική ακριβολογία, επιτηδευμένος, προσποιητός, πλαστός. επίρρ... ἐπιτηδευτῶς ή ἐπιτηδεύτως (Α) με επιτηδευμένο, εξεζητημένο τρόπο, με επιτήδευση … Dictionary of Greek
καλλωπίζω — (AM καλλωπίζω) 1. κάνω ωραίο το πρόσωπο κάποιου ή δίνω ωραία όψη στην εξωτερική εμφάνιση, ομορφαίνω («τήν πόλιν καταχρυσοῦντας και καλλωπίζοντας ὥσπερ ἀλαζόνα γυναῑκα», Πλούτ.) 2. μέσ. καλλωπίζομαι κάνω τον εαυτό μου ωραίο («όλη μέρα κάθεται και… … Dictionary of Greek
καμωματάς — και καμωματής και καμωματάρης, ὁ, θηλ. καμωματού [κάμωμα] αυτός που κάνει πολλά καμώματα, επιτηδευμένος, ναζιάρης, πεισματάρης … Dictionary of Greek
κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… … Dictionary of Greek